- αδιαμέλιστος
- ος , ον нерасчленённый; не разрубленный, не разрезанный на куски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαμέλιστος — η, ο [διαμελίζω] αυτός που δεν διαμελίστηκε, που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ακομμάτιαστος … Dictionary of Greek
αδιαμέλιστος — η, ο ακομμάτιαστος: Το κατσικάκι, ψημένο αλλά αδιαμέλιστο, είχε τοποθετηθεί στη μέση του τραπεζιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαμέριστος — η, ο (Μ ἀδιαμέριστος, ον) [διαμερίζω] αυτός που δεν διαμερίστηκε, αδιαμέλιστος, αμοίραστος, αδιαίρετος … Dictionary of Greek